πεφυρμέναι

πεφυρμέναι
φύρω
mix
perf part mp fem nom/voc pl
πεφυρμένᾱͅ , φύρω
mix
perf part mp fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • омазанъ — (1*) прич. страд. прош. к омазати: Моисии небрѣже рекъ, ˫ако «Лѹкиѥви не възложити рѹкѹ своѥю на мѧ омазанѣ бо ѥста кровью ст҃ыхъ». (πεφυρμέναι) ГА XIV1, 234г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μυροβραχής — και μυροβρεχής, ές (Α) (ιδίως για τα μαλλιά) αυτός που είναι βρεγμένος, αρωματισμένος με μύρο («καὶ κόνει τὴν μυροβραχῆ πεφυρμέναι κόμην», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βραχής / βρεχής (< βρέχω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”